θρακικός

θρακικός
η , ό[ν] , θράκιος, ία , ον фракийский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θρακικός" в других словарях:

  • Θρᾳκικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρακικός — ή, ό (ΑΜ θρακικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θράκη ή προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾷξ, κός ή < Θρᾴκη] …   Dictionary of Greek

  • θρακικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη Θράκη: Θρακικά έθιμα. – Θρακικό πέλαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θρᾳκικά — Θρᾳκικός neut nom/voc/acc pl Θρᾳκικά̱ , Θρᾳκικός fem nom/voc/acc dual Θρᾳκικά̱ , Θρᾳκικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θραικικῶν — Θρᾳκικός fem gen pl Θρᾳκικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θραικικόν — Θρᾳκικός masc acc sg Θρᾳκικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θρᾳκικῶν — Θρᾳκικός fem gen pl Θρᾳκικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θρᾳκικόν — Θρᾳκικός masc acc sg Θρᾳκικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θραικικῆς — Θρᾳκικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θρᾳκικαῖς — Θρᾳκικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θρᾳκικαί — Θρᾳκικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»